- ἐφαμαρτάνω
- ἐπί-ἁμαρτάνωAcut. (Sp.)pres subj act 1st sgἐπί-ἁμαρτάνωAcut. (Sp.)pres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφαμαρτάνω — ἐφαμαρτάνω (Α) 1. οδηγώ, παραπλανώ κάποιον σε αμαρτία, κάνω κάποιον να αμαρτήσει («πρὸς τὸ ἐφαμαρτεῑν τὸν Ἰούδαν», ΠΔ) 2. αμαρτάνω, πέφτω σε σφάλμα 3. αποτυγχάνω στον στόχο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμαρτάνω] … Dictionary of Greek
εφάμαρτος — ἐφάμαρτος, ον (Μ) [εφαμαρτάνω] 1. αυτός που αποδοκιμάζεται από την ηθική, ο σφαλερός, ο ανήθικος («ἐφάμαρτος συνήθεια», Στουδ. Θεόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει υποπέσει σε σφάλμα, σε παράπτωμα, ο αμαρτωλός 3. το ουδ. ως ουσ. τo ἐφάμαρτον η… … Dictionary of Greek
ՅԱՆՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի, ցուցեալ.) NBH 2 0328 Chronological Sequence: Early classical, 12c, 13c ն. ἑκαμαρτάνω, ἑφαμαρτάνω, ἀμαρτάνω peccare facio, ad peccandum induco. Տալ յանցանել. մեղուցանել. մեղք խօթել. *Եթէ քահանայապետն օծեալ մեղանչիցէ առ ʼի զժողովուրդն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)